- υποϊνωδογοναιμία
- η, Νιατρ. ελάττωση τού ινωδογόνου που περιέχεται στο αίμα, λόγω διαταραχής τής σύνθεσής του, λόγω μεγάλης κατανάλωσής του από ενδοαγγειακή πήξη ή λόγω ινωδογονολύσεως, φαινόμενο που προκαλεί αιμορραγικά σύνδρομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypofibrinogenemie < hypo- (< υπ[ο]-*) + fibrinogen (βλ. ινωδογόνο) + -emie (< αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.